- δωδεκάβωμος
- δωδεκάβωμος, -ον (Α)(ναός) με δώδεκα βωμούς.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δωδεκάβωμον — δωδεκάβωμος with twelve altars masc/fem acc sg δωδεκάβωμος with twelve altars neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βωμός — Τράπεζα επάνω στην οποία τοποθετούνταν οι προσφορές ή γίνονταν θυσίες στις θεότητες. Η αρχή του β. ανάγεται στους προϊστορικούς χρόνους. Σε πολλά μέρη βρέθηκαν πέτρες που χρονολογούνται από την τελευταία φάση της νεολιθικής εποχής, με κοιλότητες… … Dictionary of Greek